χαλαρώνω

χαλαρώνω
χαλαρώνω, χαλάρωσα, χαλαρωμένος βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαλαρώνω — χαλαρῶ, όω, ΝΜΑ [χαλαρός] 1. καθιστώ χαλαρό κάτι, ξεσφίγγω 2. μετριάζω την ένταση νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) γίνομαι χαλαρός («χαλάρωσε το σχοινί») β) γίνομαι πλαδαρός («χαλάρωσε το δέρμα μου») 2. μτφ. α) μειώνεται η έντασή μου (α. «χαλάρωσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • χαλαρώνω — χαλάρωσα, χαλαρώθηκα, χαλαρωμένος 1. κάνω κάτι χαλαρό, λασκάρω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω. 2. μετριάζω την ένταση, εξασθενώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσφίγγω — χαλαρώνω κάτι σφιχτό, χαλαρώνω, λασκάρω, ξετεντώνω …   Dictionary of Greek

  • ξετεντώνω — χαλαρώνω κάτι τεντωμένο, ξεσφίγγω, λασκάρω …   Dictionary of Greek

  • χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • υποχαλώ — άω, ΜΑ χαλαρώνω κάτι λίγο («τὰ νεῡρα ὑποχαλᾱται τοῑς κάμνουσι», Ευστ.) μσν. μτφ. υποχωρώ, ενδίδω αρχ. 1. παύω, σταματώ («ἕστηκε δὲ ἀνὴρ αὐλῶν τεχνίτης, καὶ ὃς ὅτι μάλιστα πειρᾱται τοῡ μέλους ὑποχαλᾱν», Αιλ.) 2. (αμτβ.) χαλαρώνω λίγο («κεραία μὴ… …   Dictionary of Greek

  • ανίημι — ἀνίημι (Α) 1. στέλνω προς τα πάνω («Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, Ὅμηρος, «ἀφρὸν ἀνίημι», βγάζω αφρό Αισχύλος) 2. αναδίδω, βγάζω, κάνω να φυτρώσει (αποδίδεται σε θεούς ή στη γη 3. (για γυναίκα) γεννώ 4. κάνω ν ανέβει στην επιφάνεια (από τον… …   Dictionary of Greek

  • αποκρεμώ — ( άω) (μέσ., αποκρεμιέμαι) (Α ἀποκρεμάννυμι, AM ἀποκρέμαμαι, Μ κ. ἀποκρεμῶμαι) Ι. κρεμώ κάτι, αφήνω κάτι να κρεμαστεί προς τα κάτω νεοελλ. 1. τελειώνω το κρέμασμα 2. ξεκρεμώ, κατεβάζω κάτι που ήταν κρεμασμένο αρχ. φρ. 1. «ἀποκρεμάννυμι ἰσχύν»… …   Dictionary of Greek

  • εκλύω — (AM ἐκλύω) 1. λύνω, απελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ό,τι τόν κρατούσε δεμένο ή περιορισμένο 2. χαλαρώνω, εξασθενίζω 3. (για τα ήθη) χαλαρώνω, καθιστώ λιγότερο αυστηρά νεοελλ. μέσ. (για ενέργεια) αποδεσμεύομαι και διαχέομαι στο περιβάλλον αρχ. μσν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”